μασάζ

μασάζ
το
άκλ. (λ. γαλλ.), η εντριβή με τα χέρια ή με ειδικό μηχάνημα για θεραπευτικό σκοπό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μασάζ — Το σύνολο των θεραπευτικών χειρισμών που εκτελούνται στην επιφάνεια του ανθρώπινου σώματος, με το χέρι ή με μηχανικά μέσα. Το μ. δεν πρέπει να συγχέεται με την οργανοθεραπεία ή με την ιατρική γυμναστική, παρότι πρακτικά αυτές οι μορφές θεραπείας… …   Dictionary of Greek

  • μασέρ — ο, θηλ. μασέζ αισθητικός ειδικευμένος στο μασάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. masseur (βλ. λ. μασάζ)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • έντριψη — ἔντριψις, η (Α) εντριβή, επάλειψη με αλοιφή ή υγρό, μασάζ αρχ. 1. επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο ή άλλο καλλυντικό 2. η ουσία με την οποία αλείφεται ή τρίβεται κανείς, κυρίως το ψιμύθιο …   Dictionary of Greek

  • ημίτριψις — ἡμίτριψις, ἡ (Α) ελαφρά μάλαξη μερών τού σώματος για θεραπευτικό σκοπό, μασάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τρίψις (< τρίβω)] …   Dictionary of Greek

  • θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ …   Dictionary of Greek

  • μάλαξη — η (AM μάλαξις) [μαλάσσω] το να γίνεται κάτι μαλακό, μαλάκυνση, μαλάκωμα, απάλυνση νεοελλ. συν. στον πληθ. οι μαλάξεις σύνολο χειρισμών που εκτελούνται με το χέρι επάνω στο δέρμα και, διά μέσου αυτού, στους μυς, στους τένοντες, στους ορογόνους… …   Dictionary of Greek

  • σαμπού — το, Ν άκλ. λούσιμο τής κεφαλής με μασάζ και με την χρήση αρωματισμένου υγρού σαπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shampoo < λ. τής γλώσσας Χίντι cāpo, προστακτική τού cāpnā «πιέζω, μαλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • υδρομασάζ — το, Ν άκλ. μάλαξη μερών του σώματος με τη χρήση νερού υπό πίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydromassage (<υδρ[ο] * + γαλλ. massage [βλ. λ. μασάζ])] …   Dictionary of Greek

  • χειραψία — η, ΝΜΑ [χειραπτῶ] νεοελλ. 1. το να δίνουν δύο άνθρωποι τα χέρια, το σφίξιμο τών χεριών για χαιρετισμό ή για επιβεβαίωση υπόσχεσης 2. φρ. «ψευδής υπόσχεση χειραψίας» (νομ.) παράβαση συμφωνίας που έγινε με χειραψία ενώπιον τού δικαστηρίου ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”